- αποχειροτονώ
- -άω κ. -έω (Α ἀποχειροτονῶ, -έω)απομακρύνω, αφαιρώ από κάποιον το αξίωμα που κατείχε, τον καθαιρώαρχ.1. με χειροτονία, δηλ. με ανάταση του χεριού, απορρίπτω, καταψηφίζω2. απομακρύνω την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω3. απορρίπτω κάποιον ή κάτι ως ακατάλληλο4. καταλύω, ακυρώνω5. φρ. «ἀποχειροτονῶ μή...» — αποφαίνομαι ότι δεν...
Dictionary of Greek. 2013.